κεραυνοβολώ

κεραυνοβολώ
(ε) 1. αμετ. метать молнии;
2. μετ. метать молнии (в кого-л.); поражать громом (кого-л., тж. перен. );

κεραυνοβολεί κάποιον διά τού βλέμματος — его взгляд повергает в трепет (кого-л.)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κεραυνοβολώ" в других словарях:

  • κεραυνοβολώ — κεραυνοβολώ, κεραυνοβόλησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. κεραυνοβολάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κεραυνοβολώ — και κεραυνοβολάω κεραυνοβόλησα, κεραυνοβολήθηκα, κεραυνοβολημένος, κατακεραυνώνω, αποσβολώνω, αποστομώνω: Τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεραυνοβολώ — (ΑΜ κεραυνοβολῶ, έω) [κεραυνοβόλος] 1. εξακοντίζω κεραυνό, κεραυνώνω 2. μτφ. πέφτω απότομα σαν κεραυνός νεοελλ. καταπλήσσω, αποσβολώνω, αφήνω κάποιον άναυδο …   Dictionary of Greek

  • αστραποκαίω — καίω με αστραπή, κεραυνοβολώ …   Dictionary of Greek

  • βροντώ — (AM βροντῶ, άω) [βροντή] 1. (γ πρόσ.) (ενν. υποκ. ο θεός, ο ουρανός, ο Ζεύς) ακούγεται ο ήχος της βροντής 2. παράγω βρόντο νεοελλ. 1. χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ 2. ρίχνω κάτω κάποιον ή κάτι με βρόντο 3. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά 4. αντηχώ… …   Dictionary of Greek

  • κατακεραυνώνω — και κατακεραυνώ (AM κατακεραυνῶ, όω) χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ νεοελλ. μτφ. κάνω κάποιον να μείνει άφωνος, άναυδος, τόν αποσβολώνω …   Dictionary of Greek

  • καταφλέγω — (AM καταφλέγω) (επιτ. τού φλέγω) 1. καταστρέφω με φωτιά, αποτεφρώνω, πυρπολώ 2. μτφ. (για σφοδρά πάθη) κατακαίω, φλογίζω («τόν καταφλέγει ο έρωτας») μσν. 1. καταδικάζω, τιμωρώ 2. πυρώνω μσν. αρχ. προκαλώ καυστικό πόνο, τσούζω αρχ. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβολία — η (ΑΜ κεραυνοβολία) [κεραυνοβολώ] εξακόντιση ή πτώση κεραυνού, κεραυνοβόληση νεοελλ. 1. η προσβολή ανθρώπων και ζώων από κεραυνό καθώς και τα φαινόμενά της 2. βίαιη εκκένωση έντονου ηλεκτρικού ρεύματος στο σώμα, ηλεκτροπληξία …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόλημα — το η κεραυνοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1790 στον Ρήγα Φεραίο] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόληση — η (ΑΜ κεραυνοβόλησις) [κεραυνοβολώ] το χτύπημα με κεραυνό νεοελλ. 1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια 2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοβόλιον — κεραυνοβόλιον, τὸ (Α) [κεραυνοβολώ] ο κεραυνός, το αστροπελέκι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»